ἐνοφθαλμισμός — budding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοφθαλμισμός — Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια. Ο ε. είναι δυνατόν να γίνει και στο ίδιο άτομο, όταν η νόσος μεταδοθεί από ένα … Dictionary of Greek
ἐνοφθαλμισμοῖς — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμοί — ἐνοφθαλμισμός budding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμοῦ — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμούς — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμῶν — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμῷ — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοφθαλμισμόν — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek