ενοφθαλμισμός

ενοφθαλμισμός
ο
1. (για φυτά), το κέντρωμα, μπόλιασμα, το μπόλι, η μεταμόσχευση.
2. (ιατρ.), η εισαγωγή μικροβίου στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου για θεραπευτικούς ή πειραματικούς σκοπούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνοφθαλμισμός — budding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοφθαλμισμός — Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια. Ο ε. είναι δυνατόν να γίνει και στο ίδιο άτομο, όταν η νόσος μεταδοθεί από ένα …   Dictionary of Greek

  • ἐνοφθαλμισμοῖς — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμοί — ἐνοφθαλμισμός budding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμοῦ — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμούς — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμῶν — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμῷ — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμόν — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”